- ανάβαση
- [-ις (-εως)] η подъём, восхождение; восшествие (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάβαση — η το ανέβασμα (κυριολ. και μτφ.): Πριν καλά καλά ξημερώσει, ξεκινήσαμε για την ανάβαση στον Όλυμπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek
ἀναβάσῃ — ἀναβάσηι , ἀνάβασις going up fem dat sg (epic) ἀναβά̱σῃ , ἀναβαίνω go up aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀναβά̱σῃ , ἀναβαίνω go up aor subj act 3rd sg (doric) ἀναβά̱σῃ , ἀναβαίνω go up fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Omblos hill climb — The Omplos hill climb was an automobile uphill racing competition that was held from 1999 until 2006 on mount Omplos, 8 km southeast of downtown Patras. It was organized by the Patras Automobilist Club (AOP) and the youth and sport… … Wikipedia
αναβατικός — ή, ό (Α ἀναβατικός, ή, ὸν) [ἀναβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση, στην άνοδο, ο ανοδικός αρχ. ο ικανός στην ανάβαση, αυτός που ανεβαίνει εύκολα κάπου (ιδίως στα άλογα) … Dictionary of Greek
πρόσβαση — η / πρόσβασις, άσεως, ΝΜΑ [προσβαίνω] το μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου νεοελλ. 1. το να πλησιάζει κανείς κάπου, προσέγγιση, πλησίασμα 2. δίοδος, οδός, πέρασμα («η αστυνομία απέκλεισε όλες τις προσβάσεις προς το αεροδρόμιο»)… … Dictionary of Greek
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek